- ῥυτός
- ῥυτόςquarriedmasc nom sgῥῡτός , ῥυτόςquarriedmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ρυτός — (I) ή, όν, Α βλ. ρυτός. (II) ή, όν, Α αυτός που σύρεται, που τόν τραβούν, ελκυστός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ῥυτά τα ηνία αλόγων. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολ. που απαντά μόνο στην φρ. ῥυτοῖσι λάεσσι. Η άποψη ότι η λ. συνδέεται… … Dictionary of Greek
ῥυτοί — ῥυτός quarried masc nom/voc pl ῥῡτοί , ῥυτός quarried masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυτούς — ῥυτός quarried masc acc pl ῥῡτούς , ῥυτός quarried masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυτά — ῥυτά̱ , ῥυτή rue fem nom/voc/acc dual ῥυτά̱ , ῥυτή rue fem nom/voc sg (doric aeolic) ῥυτόν neut nom/voc/acc pl ῥυτός quarried neut nom/voc/acc pl ῥυτά̱ , ῥυτός quarried fem nom/voc/acc dual ῥυτά̱ , ῥυτός quarried fem nom/voc sg (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φονόρυτος — και, για μετρικούς λόγους, φονόρρυτος, ον, Α αυτός που στάζει αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φόνος + ρυτος (< ῥυτός < ῥέω), πρβλ. αἱμό ρυτος, ἐλαιό ρυτος] … Dictionary of Greek
ῥυτῶν — ῥυτή rue fem gen pl ῥυτόν neut gen pl ῥυτός quarried fem gen pl ῥυτός quarried masc/neut gen pl ῥῡτῶν , ῥυτός quarried fem gen pl ῥῡτῶν , ῥυτός quarried masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυτόν — neut nom/voc/acc sg ῥυτός quarried masc acc sg ῥυτός quarried neut nom/voc/acc sg ῥῡτόν , ῥυτός quarried masc acc sg ῥῡτόν , ῥυτός quarried neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάνρυτος — ον, Α πάρα πολύ ρευστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ρυτος (< ῥυτός < ῥέω), πρβλ. αγνό ρυτος] … Dictionary of Greek
κλεψίρρυτος — κλεψίρρυτος, ον (Α) 1. αυτός που ρέει κρυφά 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ Κλεψίρρυτος ονομασία μικρού ρεύματος στην Αθήνα, το οποίο σε κάποιο τμήμα του έρρεε κάτω από το έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι (< κλέπτω) + ρυτος (< ρυτός < ρέω), πρβλ. μελί… … Dictionary of Greek
ρέω — ῥέω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ῥείω Α 1. χύνομαι, τρέχω, κυλώ (α. «τα δάκρυά της έρρεαν ποτάμι» β. «ἔρρεεν αἷμα», Ομ. Ιλ.) 2. αναβλύζω, ξεχύνομαι (α. «το νερό τής βρύσης έρρεε άφθονο» β. «[πηγὴ] ὕδατι ῥέει», Ομ. Ιλ.) 3. φρ. «τα πάντα ρει» τα πάντα κυλούν … Dictionary of Greek